- φτάνω
- έφτασα, φτασμένος1. αμτβ., βρίσκομαι τελικά εκεί όπου πήγαινα ή όπου με πήγαν, στον προορισμό μου ή σε ορισμένο σημείο της διαδρομής μου, έρχομαι κάπου: Φτάσαμε στην Τήνο.2. είμαι κοντά, κοντεύω να έρθω, πλησιάζω, προσεγγίζω: Σε λίγο φτάνει το φθινόπωρο.3. προχωρώ ως ένα ορισμένο σημείο, έρχομαι ως κάπου, προχωρώ ως εκεί: Το μονοπάτι φτάνει ως το ξωκλήσι της κορυφής. – Έφτασε το μαχαίρι στο κόκαλο.4. μτφ., πραγματοποιώ το σκοπό που επιδίωκα, πετυχαίνω, αξιώνομαι, κατορθώνω: Έφτασε στο βαθμό του αρεοπαγίτη.5. καταντώ: Έφτασε να ζει με δανεικά.6. μτφ., είμαι αρκετός για κάτι, επαρκώ, αρκώ (συνήθ. στο γ' πρόσωπο ή και απρόσ.): Φτάνει και περισσεύει. – Δε φτάνουν αυτά τα χρήματα για να αγοράσω αυτοκίνητο. – Φτάνει, μη βάζεις άλλο κρασί.7. μτβ., προφταίνω κάποιον, τον προλαβαίνω, τον προκάνω, τον καταφτάνω: Τον έφτασε, όταν εκείνος ξεκινούσε.8. απλώνω το χέρι ή όλο το σώμα μου, για να πάρω κάτι, ή μπορώ να απλώσω το χέρι μου ως ένα σημείο: Όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια (παροιμ.).9. η μτχ. παθ. πρκ. ως επίθ., φτασμένος, -η, -ο (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.